- προβληματώδης
- προβλημ-ᾰτώδης, ες,A problematical, Plu.Cat.Mi.25.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβληματώδης — ες / προβληματώδης, ῶδες, ΝΑ [πρόβλημα, ατος] 1. όμοιος με πρόβλημα, προβληματικός 2. (κατ επέκτ.) δυσχερής, αμφίβολος … Dictionary of Greek
προβληματῶδες — προβληματώδης problematical masc/fem voc sg προβληματώδης problematical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)